παγοποιΐα

παγοποιΐα
η производство искусственного льда

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "παγοποιΐα" в других словарях:

  • παγοποιία — η βιομηχανική παραγωγή τεχνητού πάγου, βιομηχανία κατασκευής τεχνητού πάγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παγοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 σε Βασιλικό Διάταγμα] …   Dictionary of Greek

  • παγοποιία — η 1. κατασκευή του πάγου: Βασικός παράγοντας της παγοποιίας είναι η αμμωνία. 2. επιχείρηση κατασκευής πάγου: Με την ανακάλυψη των οικιακών ψυγείων έσβησαν οι παγοποιίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παγοποιητικός — ή, ό [παγοποιός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παγοποιία ή στον παγοποιό 2. αυτός με τον οποίο γίνεται ο πάγος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»